παρεμπίπτω

παρεμπίπτω
ΝΑ [εμπίπτω]
πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω
νεοελλ.
1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω
2. παρεμβαίνω
αρχ.
1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ' εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.)
2. (για εχθρό) προσβάλλω, πέφτω επάνω
3. (λογ.) παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι («κἄν εἰς τὸ μέσον δὲ παρεμπίπτη, τὸν αὐτὸν τρόπον»)
4. ιατρ. (για διαλείποντα σφυγμό) παρεμβάλλομαι στις κρίσιμες ημέρες μιας ασθένειας
5. επεμβαίνω, συμβαίνω εν τω μεταξύ
6. (γεωμ.) (για γραμμή) παρεμβαίνω μεταξύ καμπύλης και εφαπτομένης
7. επέρχομαι, συμβαίνω, εμφανίζομαι («παρεμπίπτει γὰρ τὰ κινητικὰ τῶν μορίων πρότερα ὄντα τῇ γενέσει τοῡ τέλους», Αριστοτ.)
8. υποπίπτω στην κυριότητα κάποιου
9. συμφωνώ κατά τύπο («ὡς οὑ ψεῡδος μὲν έστι τὸ παρεμπίπτειν δισσὸν πρόσωπον», Απολλ. Δύσκ.)
10. φρ. «τὸ παρεμπίπτον ἄρθρον» — το παρεντιθέμενο άρθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπεσόν — παρεμπίπτω creep in aor part act masc voc sg παρεμπίπτω creep in aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπεσόντα — παρεμπίπτω creep in aor part act neut nom/voc/acc pl παρεμπίπτω creep in aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπεσόντων — παρεμπίπτω creep in aor part act masc/neut gen pl παρεμπίπτω creep in aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπέπτωκε — παρεμπίπτω creep in perf imperat act 2nd sg παρεμπίπτω creep in perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπέπτωκεν — παρεμπίπτω creep in perf ind act 3rd sg παρεμπίπτω creep in plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπῖπτον — παρεμπίπτω creep in pres part act masc voc sg παρεμπίπτω creep in pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρενέπεσον — παρεμπίπτω creep in aor ind act 3rd pl παρεμπίπτω creep in aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπεπτωκέναι — παρεμπίπτω creep in perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπεπτωκός — παρεμπίπτω creep in perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπεπτωκόσι — παρεμπίπτω creep in perf part act masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”